μπεζ

μπεζ
beige

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μπεζ — ο, η, το (άκλιτο) 1. αυτός που έχει χρώμα όμοιο με το φυσικό χρώμα τού μαλλιού 2. το ουδ. ως ουσ. το μπεζ είδος χρώματος καφέ ανοιχτού, το φυσικό χρώμα τού μαλλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. beige, αβέβαιης ετυμολ., πιθ. < ιταλ. bigio «γκρίζο»] …   Dictionary of Greek

  • μάρμαρο — Ασβεστόλιθος οργανικής προέλευσης με σακχαρώδεις κόκκους, ο οποίος προέκυψε ύστερα από έντονες διεργασίες μεταμόρφωσης. Αυτές επέφεραν μια πλήρη ανακρυστάλλωση του ανθρακικού ασβεστίου, το οποίο αποτελεί τη μάζα του πετρώματος· επίσης είναι συχνή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”